- νέκες
- νέκες (Α)(κατά τον Ησύχ.) νεκροί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεκρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανεκές — διᾱνεκές , διηνεκής continuous masc/fem voc sg (attic) διᾱνεκές , διηνεκής continuous neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nek̂- — nek̂ English meaning: death, dying; dead person Deutsche Übersetzung: “leibliche Todesvernichtung” Material: O.Ind. nasyati, nasati “geht verloren, verschwindet, vergeht”, nüs a yati “makes disappear, richtet zugrunde”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek
νεκάς — νεκάς, άδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ νεκάδες οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών αρχ. 1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά 2. στον πληθ. τάξη, σωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νιφ άς)] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek